- μονοπωλώ
- μονοπώλησα, μονοπωλήθηκα, μονοπωλημένος1. πουλώ κάτι μονοπωλιακά, αποκλειστικά: Το κράτος μονοπωλεί το οινόπνευμα.2. μτφ., χρησιμοποιώ ή κάνω κάτι αποκλειστικά: Πολλά άτομα μονοπωλούν τον πατριωτισμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.